Ἐξηκίας ὁ κεραμεὺς καὶ ἡ τῆς ἀρετῆς δοκιμασία
Ἄνδρες συμπόταιcompotores (ὀνομ. πλ.) — qui una bibunt vel convivae, ἀκούσατε δὴ διήγημαnarratio (ὀνομ. ἑν. οὐδ.) — fabula vel narratio quae profertur περὶ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ, οὗ τὴν ἀρετὴν θαυμάζειν ἄξιονdignum (ἐπίθ. ὀνομ. ἑν. οὐδ.) — quod meritum vel congruum est. Ἐξηκίας γάρ τις ἦν κεραμεύς, τῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ Κεραμεικῇ ἐργαζομένων ὁ ἄριστος, ὃς οὐ μόνον τέχνῃ ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνῃ τῶν ἄλλων διέφερενdifferebat (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — excellebat vel superabat alios.
Συνέβη δέ ποτε πόλεμον γενέσθαι μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν ἐν Αἰγίνῃ οἰκούντων. αἱ γὰρ νῆες αἱ τῶν ἐμπόρων αἱ εἰς τὸν Πειραιᾶ καταπλέουσαιadnavigantes (μτχ. ἐνεστ. ἐνεργ. ὀνομ. πλ. θηλ.) — naves quae in portum navigant ὑπὸ τῶν Αἰγινητῶν ἐλῄζοντοpraedabantur (παρατ. ὁριστ. μέσ. γ' πλ.) — depraedabantur vel spoliabant, ὥστε μεγάλην ζημίαν τοῖς ἐμπόροις γίγνεσθαι. ὁ μὲν οὖν Ἐξηκίας ἐν τῷ λιμένι παρὼν ἔτυχε, τὰ ἑαυτοῦ ἀγγεῖα ἐκεῖσε κομίσας ὡς εἰς Σικελίαν ἐξάξωνexportaturus (μτχ. μέλλ. ἐνεργ. ὀνομ. ἑν. ἀρσ.) — qui in animo habet exportare, ὅτε οἱ Αἰγινῆται ἐξαίφνης ἐπέπλευσανadnavigarunt (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' πλ.) — naves hostiles advenerunt.
Ἐνταῦθα δὴ ὁ Ἐξηκίας, καίπερquamquam (σύνδεσμος ἐναντιωματικός) — coniunctio concessiva quae cum participio coniungitur πρότερον οὐδέποτε ὅπλα λαβὼν οὐδὲ ναυμαχίας μετασχώνparticeps factus (μτχ. ἀορ. β' ἐνεργ. ὀνομ. ἑν. ἀρσ.) — a verbo 'μετέχω', participium aoristi secundi activi, significat participationem in aliqua re, τοὺς ναύτας συνήγαγεcongregavit (ἀορ. β' ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'συνάγω', forma aoristi secundi, significat 'in unum congregare' καὶ τοιάδε ἔλεξεν· "Ὦ ἄνδρες, οὐχ οἷόν τέ ἐστινnon possibile est (φράσις ἀπροσώπου) — locutio impersonalis quae indicat impossibilitatem ἡμᾶς νῦν φυγεῖν, ἀλλὰ δεῖ κοινῇ τὴν πόλιν σῴζειν. ἐγὼ μὲν οὖν τοῦτο προτίθημι· συμμαχίαν ποιησώμεθα πρὸς τοὺς ἐμπόρους τοὺς Κορινθίους ἐκείνους τοὺς ἐν ταῖς μεγάλαις ναυσίν, οὕτω γὰρ ἂν τοὺς Αἰγινήτας ἀποκρουσαίμεθαrepelleremus (ἀορ. εὐκτ. μέσ. α' πλ.) — optativus cum ἂν indicans potentialem actionem, a verbo 'ἀποκρούω'."
Οἱ μὲν οὖν Κορίνθιοι πρὸς τὴν συμμαχίαν ἐπείσθησανpersuasi sunt (ἀορ. παθ. ὁριστ. γ' πλ.) — a verbo 'πείθω', aoristus passivus, significat 'persuaderi', καὶ ὁ μὲν Ἐξηκίας αὐτὸς τὸν κίνδυνον ὑποστὰς εἰς τὴν τῶν πολεμίων ναῦν εἰσεπήδησενinsiliit (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — verbum compositum ex 'εἰς' et 'πηδάω', significat 'insilire', ἐλύτρωσε δὲ τοὺς αἰχμαλώτους τοὺς ἤδη συνειλημμένουςcaptos (μτχ. παρακ. παθ. αἰτ. πλ. ἀρσ.) — a verbo 'συλλαμβάνω', participium perfecti passivi, significat 'comprehensos'. ἐφάνη μὲν οὖν ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός, ὃς οὐ τὰ ἑαυτοῦ χρήματα περὶ πλείστου ἐποιήσατοmaximi fecit (φράσις ἰδιωματική) — locutio idiomatica significans 'magni aestimare', ἀλλὰ τὴν σωτηρίαν τῶν πολιτῶν.
Διὰ ταύτην οὖν τὴν ἀνδρείαν, ὦ ἄνδρες, οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Ἐξηκίαν ἐν τῷ Πρυτανείῳ σιτεῖσθαιcibum capere (ἀπρμφ. ἐνεστ. μέσ.) — infinitivus verbi 'σιτέομαι', significat 'victum publicum accipere in Prytaneo' ἐψηφίσαντοdecreverunt (ἀορ. ὁριστ. μέσ. γ' πλ.) — a verbo 'ψηφίζομαι', significat 'suffragio decernere'. εἶτα δὲ ἐκεῖνος τὴν τέχνην τὴν κεραμευτικὴν ἔτι μᾶλλον ἐξήσκησεexercuit (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'ἐξασκέω', significat 'diligenter exercere vel perficere', ὡς μαρτυρεῖ τὸ καλὸν ἐκεῖνο ἀγγεῖον τὸ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀνακείμενονdedicatum (μτχ. ἐνεστ. μέσ. ὀνομ. ἑν. οὐδ.) — a verbo 'ἀνάκειμαι', significat 'dedicatum vel positum esse in loco publico', ἐφ' οὗ γέγραπται "Ἐξηκίας ἐποίησεν". Οὕτως, ὦ φίλοι, ἡ ἀληθὴς ἀρετὴ καὶ ἐν ἀνάγκῃ φαίνεται.
← Πάλιν εἰς πάσας τὰς ἱστορίας