Λόγος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ περὶ Νικομάχου καὶ τῆς Ναυμαχίας
Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀκούσατέ μου περὶ τῶν πραγμάτων ἃ νῦν ἐν τῷ νεωρίῳnavalia (δοτ. ἑν.) — locus ubi naves construuntur vel servantur γίγνεται καὶ περὶ Νικομάχου τοῦ γραμματέωςscribae (γεν. ἑν.) — qui scribit et servat acta publica, ὃς τὴν πόλιν ἀδικεῖ. οὗτος γὰρ ὁ ἀνήρ, καίπερquamquam (σύνδ.) — coniunctio concessiva quae cum participio coniungitur ὑπὸ τῆς πόλεως τεταγμένοςconstitutus (μτχ. παθ. παρακ. ὀνομ. ἑν. ἀρσ.) — a verbo 'τάττω', designat hominem in munere positum τὰ γράμματα φυλάττειν τὰ περὶ τῆς ναυμαχίας, οὔτε τοῖς νόμοις πείθεται οὔτε τῇ πόλει εὔνουςbenevolus (ὀνομ. ἑν. ἀρσ.) — adiectivum compositum ex 'εὖ' et 'νοῦς', de animo benevolo ἐστίν.
πρῶτον μὲν γὰρ τὰ χρήματα τὰ εἰς τὰς τριήρεις ἀποδεδειγμέναassignata (μτχ. παθ. παρακ. αἰτ. πλ. οὐδ.) — a verbo 'ἀποδείκνυμι', de pecunia ad certum usum attributa κακῶς διῴκησενadministravit (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'διοικέω', de administratione pecuniae, ὥστε ἐὰν ἡ πόλις ναυμαχεῖν βούληται, οὐχ ἕξομεν ἀξίας τριήρεις. ἔπειτα δὲ ὑπέσχετοpromisit (ἀορ. ὁριστ. μέσ. γ' ἑν.) — a verbo 'ὑπισχνέομαι', de promissione facta μὲν ἐν τριάκοντα ἡμέραις τὴν ἀναγραφὴνperscriptionem (αἰτ. ἑν.) — actio scribendi et publicandi leges vel decreta τῶν νόμων παραδώσεινtraditurum esse (απαρ. μέλλ. ἐνεργ.) — infinitivus futuri a verbo 'παραδίδωμι', ἐποιήσατο δ' αὐτὸς αὑτῷ τεττάρων ἐτῶν ἐξουσίαν, καθ' ἑκάστην δὲ ἡμέραν ἀργύριον λαμβάνων τὰ τῇ πόλει συμφέρονταutilia (μτχ. ἐνεργ. ένεστ. αἰτ. πλ. οὐδ.) — a verbo 'συμφέρω', quae civitati prosunt παραλείπει.
ἀναμνήσθητεrecordamini (ἀορ. προστ. παθ. β' πλ.) — imperativus a verbo 'ἀναμιμνῄσκω', iubet auditores in memoriam revocare, ὦ ἄνδρες, ὅτι τῇ ναυμαχίᾳproelio navali (δοτ. ἑν.) — pugna navalis; compositum ex 'ναῦς' (navis) et 'μάχη' (pugna) κρατοῦντες τοὺς πολεμίους οἱ πρόγονοι ἡμῶν τὴν πόλιν ἔσωσαν. νῦν δὲ εἰ μὴ τὰς ναῦς παρασκευάζομεν καὶ τοὺς τριηράρχουςtrierarchos (αἰτ. πλ.) — praefecti triremium qui navem suis sumptibus instruebant καθίσταμενconstituimus (ἐνεστ. ὁριστ. ἐνεργ. α' πλ.) — designamus vel instituimus in officio ὀρθῶς, πῶς δυνησόμεθα τῆς θαλάττης κρατεῖν; ὁ δὲ Νικόμαχος, ἀντὶ τοῦ βοηθεῖν τῇ πόλει, τὰ γράμματα διαφθείρει καὶ χρήματα κλέπτει.
εἰ οὖν σωφρονεῖτεsapitis (ἐνεστ. ὁριστ. ἐνεργ. β' πλ.) — sana mente praediti estis; prudentem vos geritis, ὦ ἄνδρες, οὐκ ἐλεήσετε τοῦτον, ἀλλὰ τιμωρήσεσθεpunietis (μέλλ. ὁριστ. μέσ. β' πλ.) — poenam sumere, vindicare; medium vim activam habet. μὴ γὰρ οἴεσθε αὐτὸν ἰδιώτηνprivatum (αἰτ. ἑν.) — hominem privatum sine officio publico ὄντα μικρὰ ἁμαρτάνειν· ἀρχὴν ἔχων μεγάλα τὴν πόλιν βλάπτει. εἰ δὲ τούτῳ συγγνώμηνveniam (αἰτ. ἑν.) — ignoscentia, condonatio culpae δώσετε, πολλοὺς ἄλλους τοιαῦτα ποιεῖν προτρέψετε.
παύσασθε οὖν τῶν τοιούτων ἀνδρῶν φειδόμενοι, καὶ βοηθήσατε τῇ πόλει. οὕτω γὰρ τό τε νεώριονnavale (ὀνομ. ἑν.) — locus ubi naves construuntur et custodiuntur σωθήσεται καὶ ἡ πόλις ἰσχυροτέραfortior (συγκρ. βαθμ. ὀνομ. ἑν. θηλ.) — comparativus ab adiectivo 'ἰσχυρός', robustior, valentior γενήσεται πρὸς τοὺς πολεμίους.
← Πάλιν εἰς πάσας τὰς ἱστορίας