Καλλίας ὁ χορηγὸς καὶ ὁ ἀγὼν τῆς ὀστρακοφορίας
Ἐξωστρακισμένοςostracismo expulsus (μτχ. παρακ. παθ. ὀνομ. ἑν. ἀρσ.) — participium perfecti passivi a verbo ἐξοστρακίζω, civem per ostracismum expellere δὴ ὁ Καλλίας ἐπορεύετο ἐξ ἄστεωςurbe (γεν. ἑν.) — genitivus singularis nominis τὸ ἄστυ, designat urbem, praesertim Athenas εἰς τὸν ἀγρόν. πάντες γὰρ οἱ ἐξοστρακισθέντες ἔδειoportebat (παρατ. ὁριστ. γ' ἑν.) — impersonale verbum significans necessitatem vel obligationem ἐντὸς δέκα ἡμερῶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς ἀπελθεῖν καὶ ἔξω μένειν δέκα ἔτη. τὴν δ' οὐσίαν κεκτημένοι διετέλουνfacultates possidentes permanebant (περιφρ.) — constructio verbi διατελέω cum participio, indicans actionem continuam. ὁ οὖν Καλλίας οὗτος εἰς τὸν ἑαυτοῦ ἀγρὸν ἐλθὼν κατῴκει, τοῖς γείτοσι διαλεγόμενος περὶ τῶν γεγενημένων.
πρότερον δὲ τούτων τὰ ὄστρακα συνηριθμήκεσανnumeraverant (ὑπερσυντ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' πλ.) — plusquamperfectum a verbo συναριθμέω, significat collectas tesseras numerare οἱ ἄρχοντες. ἐπὶ πλέον ἢ ἑξακισχιλίοις ὀστράκοιςin plus quam sex milibus testarum (δοτ. πλ.) — constructio numeralis cum praepositione ἐπί, indicans summam vel quantitatem ἐγέγραπτοscriptum erat (ὑπερσυντ. ὁριστ. παθ. γ' ἑν.) — plusquamperfectum passivum a verbo γράφω τὸ τοῦ Καλλίου ὄνομα. πολλοὶ δὲ τῶν πολιτῶν ἦσαν οἳ τοῦτον ἐξοστρακισθῆναι ἐβούλοντο, μάλιστα δὲ οἱ τῇ χορηγίᾳ φθονοῦντεςchoregiae invidentes (μτχ. ἐνεστ. ἐνεργ. ὀνομ. πλ. ἀρσ.) — participium cum dativo obiecti, φθονέω cum dativo significat invidere alicui rei.
ἐν δὲ τῇ ἀγορᾷ πρὸ τῆς ψηφοφορίας ὁ Καλλίας περιῄειcircumibat (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'περιέρχομαι', significat 'circum aliquid ire', τοὺς πολίτας προσαγορεύωνsalutans (μτχ. ἐνεστ. ἐνεργ. ὀνομ. ἀρσ. ἑν.) — a verbo 'προσαγορεύω', significat 'alloqui' vel 'salutare' καὶ δεόμενος μὴ γράφειν τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα. διισχυρίζετοasseverabat (παρατ. ὁριστ. μέσ. γ' ἑν.) — a verbo 'διισχυρίζομαι', significat 'firmiter affirmare' γὰρ ὅτι οὐδὲν ἠδικήκοιiniuria affecisset (παρακ. εὐκτ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'ἀδικέω', forma optativa perfecti in oratione obliqua usurpata τὴν πόλιν, ἀλλὰ πάντα ὅσα ἐποίησε πρὸς τὸ κοινὸν ἀγαθὸν εἴη. μεμνῆσθαιmeminisse (παρακ. ἀπαρ. μέσ.) — a verbo 'μιμνήσκω', infinitivus perfecti medii δὲ ἐκέλευεν αὐτοὺς τῆς λαμπρᾶς χορηγίας ἣν παρέσχεν ἐν τοῖς Διονυσίοις.
πρὸ δὲ τούτων ἁπάντων, δειπνῶν ἐν τῷ ἀγρῷ ὁ Καλλίας μετὰ τῶν φίλων, ἐβουλεύετο πῶς χρὴ ἀντιτάττεσθαιresistere (ἀπαρ. ἐνεστ. μέσ.) — a verbo 'ἀντιτάσσω', significat 'aciem instruere contra' vel 'resistere' τοῖς ἐχθροῖς. εἷς δὲ τῶν παρόντων, Χαιρεφῶν ὄνομα, συνεβούλευεν αὐτῷ χρήματα διανεῖμαιdistribuere (ἀπαρ. ἀορ. ἐνεργ.) — a verbo 'διανέμω', significat 'distribuere' vel 'dividere' τοῖς πένησι τῶν πολιτῶν. ἕτερος δὲ παρῄνειsuadebat (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'παραινέω', significat 'hortari' vel 'suadere' λαμπροτέραν ἔτι τὴν χορηγίαν παρασχεῖν, ὥστε τὸν δῆμον θεραπεῦσαιcolere (ἀπαρ. ἀορ. ἐνεργ.) — a verbo 'θεραπεύω', hic significat 'favorem populi captare'. οὐκ ἐπείσθη δὲ τούτοις ὁ Καλλίας, οὐδὲν οἰόμενος δεινὸν πείσεσθαιpassurum esse (ἀπαρ. μέλλ. μέσ.) — a verbo 'πάσχω', significat 'pati' vel 'experiri' διὰ τὴν εὔνοιαν ἣν ἐνόμιζεν ἔχειν παρὰ τοῖς πολλοῖς.
← Πάλιν εἰς πάσας τὰς ἱστορίας