Λυσίας τὰ μυστήρια διδάσκων

Λυσίας ὁ λογογράφοςorationum scriptor (ὀνομ. ἀρσ.) — qui orationes scribit, praesertim forenses ἐν Ἀθήναις ᾤκει καὶ τέχνην λόγων ἐδίδασκε τοὺς νέους. ἦν δὲ οὗτος μέτοικοςinquilinus (ὀνομ. ἀρσ.) — advena qui in civitate habitat sed non civis est μὲν τὸ γένοςgenere (αἰτ. ὀργ.) — accusativus respectus, indicans 'quoad genus', δεινὸς δὲ τὴν τέχνην, πολλοὺς δ' εἶχε μαθητὰς τῶν νέων τῶν βουλομένων ἐν τοῖς δικαστηρίοιςin iudiciis (δοτ. τοπ. πλ.) — loca ubi causae iudicabantur Athenis εὖ λέγειν. μιᾷ δ' οὖν τῶν ἡμερῶν εἰς τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ νεανίσκος τις εἰσῆλθενintravit (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'εἰσέρχομαι', ὃς ἐδεῖτοorabat (παρατ. ὁριστ. μέσ. γ' ἑν.) — a verbo 'δέομαι', petere vel rogare τοῦ Λυσίου λόγον γράψαι περὶ φόνου.
"ὦ Λυσία," ἔφη ὁ νεανίσκος, "ἀκούω σε δεινότατονperitissimum (ὑπερθ. αἰτ. ἀρσ. ἑν.) — superlativus adiectivi 'δεινός', valde peritus vel formidabilis εἶναι λόγων ποιητήνorationum compositorem (αἰτ. ἀρσ. ἑν.) — qui orationes componit vel creat. δέομαί σουoro te (ὁριστ. μέσ. α' ἑν. + γεν.) — precor te, cum genitivo personae λόγον μοι γράψαι ᾧ χρήσομαιutar (μέλλ. ὁριστ. μέσ. α' ἑν.) — a verbo 'χράομαι', futurum indicans usum rei ἐν τῷ δικαστηρίῳ. κατηγοροῦσιaccusant (ὁριστ. ἐνεργ. γ' πλ.) — a verbo 'κατηγορέω', crimina obiicere vel incusare γάρ μού τινες ὡς ἀπέκτειναinterfeci (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. α' ἑν.) — a verbo 'ἀποκτείνω', occidere vel necare ἄνδρα τινά."
ὁ δὲ Λυσίας ἀποβλέψαςintuitus (μτχ. ἀορ. ἐνεργ. ὀνομ. ἑν. ἀρσ.) — a verbo 'ἀποβλέπω', significat intente aspicere εἰς τὸν νεανίσκον εἶπεν· "ἀλλ' ἆραnum (ἐρωτ. μόριον) — particula interrogativa quae responsum exspectat ἀληθῆ λέγουσιν οἱ κατηγοροῦντεςaccusantes (μτχ. ἐνεστ. ἐνεργ. ὀνομ. πλ. ἀρσ.) — a verbo 'κατηγορέω', qui aliquem accusant in iudicio; ἀπέκτειναςinterfecisti (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. β' ἑν.) — a verbo 'ἀποκτείνω', occidere hominem τὸν ἄνδρα ἢ οὔ;"
ὁ δὲ νεανίσκος ἐσιώπησενtacuit (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'σιωπάω', silentium tenere ὀλίγον χρόνον, εἶτα εἶπεν· "τί δὲ τοῦτο διαφέρειrefert (ἐνεστ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'διαφέρω', interesse vel momentum habere, ὦ Λυσία; οὐ σὸν ἔργον ἐστὶ λόγους γράφειν οἵτινες πείσουσιqui persuadebunt (ἀναφ. ἀντων. + μέλλ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' πλ.) — pronomen relativum indefinitum cum futuro verbi 'πείθω' τοὺς δικαστάς, ἀλλ' οὐ τὴν ἀλήθειαν ἐξετάζεινexaminare (ἀπαρ. ἐνεστ. ἐνεργ.) — a verbo 'ἐξετάζω', scrutari vel investigare."
ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Λυσίας οὐκ εὐθὺς ἀπεκρίνατο, ἀλλ' ἀναστὰς ἐκ τοῦ θρόνου περιεπάτειambulabat (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'περιπατέω', circumambulare ἐν τῷ ἐργαστηρίῳ. τέλος δὲ στὰς ἀντικρὺ τοῦ νεανίσκου ἔλεξε τοιάδεtalia (ἀντων. δεικτ. αἰτ. πλ. οὐδ.) — pronomen demonstrativum, res sequentes indicans·
"ὦ παῖ, ἡ τέχνη τοῦ λόγου ὥσπερ μυστήριόν ἐστιν. οἱ μὲν πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι ὁ ῥήτωρorator (ὀνομ. ἑν.) — rhetor, qui artem dicendi exercet τὸ ψεῦδοςmendacium (ὀνομ. ἑν. οὐδ.) — falsum vel mendacium, oppositum veritatis ἀληθὲς ποιεῖ καὶ τὸ ἀληθὲς ψεῦδος. τὸ δ' ἀληθὲς μυστήριον τοῦτ' ἐστίν, ὅτι ὁ ῥήτωρ ἀγαθὸς ὢν οὐ τὸ ψεῦδος διώκειpersequitur (ὁριστ. ἐνεστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — persequitur vel sectatur aliquid, ἀλλὰ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἀληθές. οἱ γὰρ δικασταὶ τὸ μὲν ψεῦδος αἰσθάνονταιsentiunt (ὁριστ. ἐνεστ. μέσ. γ' πλ.) — percipiunt vel sentiunt aliquid, τὸ δὲ ἀληθὲς τιμῶσιν. εἰ οὖν βούλει με σοι λόγον γράψαι, τὴν ἀλήθειαν λέγε μοι πρῶτον, ἵνα τὸ δίκαιον ζητῶμενquaeramus (ὑποτ. ἐνεστ. ἐνεργ. α' πλ.) — in coniunctivo post ἵνα, exprimendo proposito."
ὁ δὲ νεανίσκος ἀκούσας ταῦτα ᾐσχύνθηpuduit (ἀορ. παθ. ὁριστ. γ' ἑν.) — verecundatus est, pudore affectus est τε καὶ τὴν ἀλήθειαν ἐξεῖπενexposuit (ἀορ. β' ἐνεργ. ὁριστ. γ' ἑν.) — verbum compositum ex ἐκ et εἶπον, significans 'effari' vel 'eloqui'. ἐξ ἐκείνης δὲ τῆς ἡμέρας ἐγένετο τῶν μαθητῶν τοῦ Λυσίου, μαθὼν ὅτι οὐχ ὁ λόγος ἀλλ' ἡ ἀλήθεια ἰσχύειvalet (ὁριστ. ἐνεστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — vim habet, pollet apud homines παρὰ τοῖς ἀνθρώποις.
← Πάλιν εἰς πάσας τὰς ἱστορίας