Πράξιλλα ἐν τῷ βουλευτηρίῳ
Ἤδη γέρων ὢν διηγήσομαιnarrabo (μέλλ. ὁριστ. μέσ. α' ἑν.) — verbum a 'διηγέομαι', narratio futura ὑμῖν πρᾶγμα γελοιότατονridiculosissimum (ἐπίθ. ὑπερθ. αἰτ. ἑν. οὐδ.) — superlativus a 'γελοῖος', res maxime ridicula ὃ εἶδον αὐτὸς τοῖς ἐμαυτοῦ ὀφθαλμοῖς πρὸ πολλῶν ἐτῶν. ἦν γάρ τις γυνὴ ὀνόματι Πράξιλλα, οὐ τῶν ἐπιεικῶνmoderatarum (ἐπίθ. γεν. πλ. θηλ.) — adjectivum 'ἐπιεικής', designat personam modestam vel honestam, ἀλλὰ τῶν τολμηρῶν καὶ ἀναιδῶν, ἣ ἐτόλμησεν εἰς τὸ βουλευτήριονcuriam (οὐσ. αἰτ. ἑν. οὐδ.) — locus ubi senatores congregabantur ad deliberandum εἰσελθεῖν καθ' ἣν ἡμέραν οἱ πρυτάνειςprytanes (οὐσ. ὀνομ. πλ. ἀρσ.) — magistratus Athenienses qui senatum praesidebant περὶ τῆς εἰς Σικελίαν στρατείας ἐβουλεύοντο.
τί δὲ οὐκ ἔπραξεν ἡ παμπόνηροςnequissima (ἐπίθ. ὀνομ. ἑν. θηλ.) — adjectivum intensivum a 'πᾶς' et 'πονηρός', persona omnino mala; πρῶτον μὲν ἱμάτιον ἀνδρεῖον ἠμφιέσατοinduit (ἀορ. ὁριστ. μέσ. γ' ἑν.) — verbum a 'ἀμφιέννυμι', significat vestire se καὶ πώγωνα προσέθηκεν, ἔπειτα δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸ βουλευτήριον μετὰ τῶν γερόντων, ὥσπερ εἷς τῶν βουλευτῶν οὖσα. καὶ μέχρι μὲν πολλοῦ ἐλάνθανενlatebat (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — verbum a 'λανθάνω', non animadverti, non cognosci· ἐπειδὴ δὲ ὁ Νικίας ἀντέλεγε τῇ στρατείᾳ, οὐκ ἐδυνήθη κατέχειν ἑαυτήνcontinere se (ἀπαρ. ἐνεστ. ἐνεργ. + αἰτ.) — phrasis significans moderari affectibus suis, ἀλλὰ ἀναπηδήσασαexsiliens (μτχ. ἀορ. ἐνεργ. ὀνομ. ἑν. θηλ.) — participium a 'ἀναπηδάω', subito surgere vel prosilire ἐβόησε φωνῇ γυναικείᾳ· "μὴ πιστεύετε, ὦ ἄνδρες, τῷ δειλοτάτῳ τούτῳ! ἐγὼ αὐτὴ ἡγήσομαι τῶν νεῶν εἰ βούλεσθε!"
εὐθὺς οὖν θόρυβοςtumultus (ὀνομ. ἀρσ. β') — clamor confusus, strepitus multitudinis ἐγένετο καὶ γέλως πολύς. οἱ μὲν τοξόταιsagittarii (ὀνομ. ἀρσ. α' πλ.) — ministri publici qui arcus gerebant et ordinem in contionibus servabant προσέδραμονaccurrerunt (ἀορ. β' ὁριστ. ἐνεργ. γ' πλ.) — a verbo 'προστρέχω', celeriter ad aliquem locum currere, ἡ δὲ Πράξιλλα καταπλαγεῖσαperterrita (μτχ. ἀορ. παθ. θηλ. ὀνομ. ἑν.) — a verbo 'καταπλήττω', valde territa, obstupefacta ἔφυγε διὰ τῶν θυρῶν, ἀποβαλοῦσα τὸν πώγωνα. οἱ δὲ βουλευταὶ πάντες ἐθορύβουν, οἱ μὲν γελῶντες, οἱ δὲ ὀργιζόμενοι. μάλιστα δὲ ὁ Κλέων ἠγανάκτειindignabatur (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'ἀγανακτέω', graviter ferre, irasci, indignari, λέγων ὅτι "αἱ γυναῖκες ἤδη καὶ βουλεύειν ἐπιχειροῦσινconantur (ὁριστ. ἐνεργ. γ' πλ.) — a verbo 'ἐπιχειρέω', conari, temptare, aggredi· πρὸς τῶν θεῶν, τί γενήσεται;"
ἐμοὶ δὲ καίπερ νέῳ ὄντιquamvis iuveni (μτχ. δοτ. ἀρσ.) — coniunctio 'καίπερ' cum participio concessionem exprimit τότε ἐφαίνετο γελοῖον μὲν τὸ πρᾶγμα, οὐ μέντοι ἀνόητον. καὶ γὰρ ἀληθῆ ἔλεγεν ἡ γυνή· κακῶς γὰρ ἀπέβηevenit (ἀορ. β' ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'ἀποβαίνω', exire, evenire, resultare ἡ στρατεία ἐκείνη, ὥσπερ ὁ Νικίας προὔλεγενpraedicebat (παρατ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'προλέγω', praedicere, ante dicere vel monere. ἀλλ' οὖν οὕτως ἐξηπάτησενdecepit (ἀορ. ὁριστ. ἐνεργ. γ' ἑν.) — a verbo 'ἐξαπατάω', fallere, decipere, fraudare ἡ Πράξιλλα τοὺς βουλευτάς, καὶ οὔτε ἐζημιώθηmultata est (ἀορ. ὁριστ. παθ. γ' ἑν.) — a verbo 'ζημιόω', poena vel multa afficere οὔτε ἐδέθη, διὰ τὸ γέλωτα πολὺν παρασχεῖν.
← Πάλιν εἰς πάσας τὰς ἱστορίας